αναψυχώνω — 1. εμψυχώνω, ενθαρρύνω 2. μέσ. ξαναπαίρνω δυνάμεις … Dictionary of Greek
αναψυχώνω — ξαναδίνω σε κάποιον θάρρος: Τα λόγια που του είπε τον αναψύχωσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)